- προσεμφερῶς
- προσεμφερήςresemblingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμφερής — ές, Α παρεμφερής, παρόμοιος («ἡ δὲ τενθρηδὼν προσεμφερὴς μὲν ἐστι τῇ άνθρήνῃ», Αριστοτ.). Επιρρ. προσεμφερῶς Α κατά τρόπο παρεμφερή, παρόμοιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφερής «όμοιος»] … Dictionary of Greek